εγκεφαλικός

εγκεφαλικός
cerebral

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγκεφαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εγκέφαλο ή προέρχεται απ αυτόν («εγκεφαλική διατάραξη») 2. (για λογοτεχνικά έργα) χωρίς ποιητική έμπνευση, αποτέλεσμα σκέψης και θεωρίας, αυστηρά ή κυρίως, λογικό, διανοητικό …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον εγκέφαλο: Εγκεφαλικά νεύρα. 2. άνθρωπος ψυχρά λογικός και κυρίαρχος των συναισθημάτων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημιανοψία — Η απώλεια του μισού οπτικού πεδίου στον ένα (ετερόπλευρη) ή και στους δύο (αμφοτερόπλευρη) οφθαλμούς. Διακρίνεται σε ετερώνυμη, οπότεχάνονται είτε τα εξωτερικά (κροταφικά) είτε τα εσωτερικά (ρινικά) μισά του πεδίου της όρασης, και σε ομώνυμη,… …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • Λάσλεϊ, Καρλ Σπένσερ — (Karl Spencer Lashley, Ντέιβις, Δυτική Βιρτζίνια 1890 – 1958). Αμερικανός ψυχολόγος. Το 1914 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς του Μέριλαντ και συνέχισε με μεταδιδακτορικές σπουδές στη συμπεριφορά των σπονδυλωτών. Το 1920… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”